ξαναπιάνω

ξαναπιάνω
(Μ ξαναπιάνω)
1. παίρνω κάτι ξανά στα χέρια μου, πιάνω κάτι ξανά
2. συλλαμβάνω κάποιον ξανά
νεοελλ.
1. ασχολούμαι ξανά με κάτι που είχα εγκαταλείψει, επαναλαμβάνω, ανανεώνω, ξανακάνω
2. ξαναρχίζω
3. επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαναπιάνω — και ξαναπιάνω (Μ ἐξαναπιάνω και ξαναπιάνω) πιάνω ξανά κάτι, ξαναπαίρνω, ξαναπιάνω …   Dictionary of Greek

  • ξαναπιάσιμο — το [ξαναπιάνω] 1. πιάσιμο ενός πράγματος ξανά 2. η εκ νέου ενασχόληση με κάτι 3. η εκ νέου έναρξη, επανάληψη …   Dictionary of Greek

  • μεταπιάνω — μετάπιασα, πιάνω κάτι πάλι ή ύστερα από πολύ καιρό, ξαναπιάνω: Μετάπιασε το πλέξιμο μόλις μπήκε ο χειμώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”