- ξαναπιάνω
- (Μ ξαναπιάνω)1. παίρνω κάτι ξανά στα χέρια μου, πιάνω κάτι ξανά2. συλλαμβάνω κάποιον ξανάνεοελλ.1. ασχολούμαι ξανά με κάτι που είχα εγκαταλείψει, επαναλαμβάνω, ανανεώνω, ξανακάνω2. ξαναρχίζω3. επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση μου.
Dictionary of Greek. 2013.